προεικαζω

προεικαζω
    προεικάζω
    προ-εικάζω
    предугадывать или предполагать
    

(τὰ μέλλοντα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προεικαζω" в других словарях:

  • προεικάζω — ΝΑ εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰκάζω «συμπεραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προεικαζόντων — προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc/neut gen pl προεικάζω conjecture beforehand pres imperat act 3rd pl προεικαζόντων , προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc/neut gen pl προεικαζόντων , προεικάζω conjecture beforehand… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεικάζοντες — προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc nom/voc pl προεικάζοντες , προεικάζω conjecture beforehand pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεικάσας — προεικά̱σᾱς , προεικάζω conjecture beforehand fut part act fem acc pl (doric) προεικά̱σᾱς , προεικάζω conjecture beforehand fut part act fem gen sg (doric) προεικά̱σᾱς , προεικάζω conjecture beforehand fut part act fem acc pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… …   Dictionary of Greek

  • προεικασία — η, Ν πρόβλεψη («οι προεικασίες μου επαληθεύθηκαν»]. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Φίλιππο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»